Λέξη: ενσταλάζω

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα

Συνώνυμα: ενσταλάζω

εμπνέω, εγχέω

Μεταφράσεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infuse, instil

ενσταλάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infundir, infusión, infunda, infundir a, infundirle

ενσταλάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ziehen, einflößen, Infusion, infundieren, ziehen lassen

ενσταλάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inculquer, échauder, verser, infuser, instiller, inspirer, ébouillanter, insuffler, perfuser, injecter, imprégner

ενσταλάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infondere, infusione, in infusione, infonda, di infondere

ενσταλάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infundir, infuse, infundem, infunda, infundir a

ενσταλάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftrekken, zetten, laten trekken, trekken, bezielen, doordringen

ενσταλάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вливать, заваривать, придавать, внедрять, возбуждать, вселять, настаиваться, влить, настаивать, заронить, настоять, вселить, настояться

ενσταλάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sette mot, tilføre, sette mot i, tilfører, sette

ενσταλάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ingjuta, infundera, ingjuter, infuse, infusera

ενσταλάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valaa, hautua, infuse, infusoi, infusoida

ενσταλάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge

ενσταλάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spařit, nakapat, vnuknout, vlít, nalít, vkapávat, vyluhovat, louhovat, infúzím, infuzi

ενσταλάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
natchnąć, wsączać, wkraplać, zakraplać, przenikać, parzyć, zaparzać, wlewać, wbijać, wpajać, naparzyć, naparzać, tchnąć, zaparzenia

ενσταλάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betölt, átjárja, beoltani, infúziót, forrázására

ενσταλάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demlemek, aşılamak, demlenmeye, demlemeye, infuse

ενσταλάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, підбурювачі, зазіхання, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо

ενσταλάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbush me, mbush, të mbush, të mbush me, ngjall

ενσταλάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира

ενσταλάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойваць

ενσταλάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ligunema, infundeerimiseks, infundeerida, infundeerige, tõmbama

ενσταλάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubrizgati, uliti, sipati, ulijeva, ulijevaju

ενσταλάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla

ενσταλάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įlieti, įkvėpti, infuzuojamas, sužadinti, įteigti

ενσταλάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzliet, ievilkties, iedvest, infūzijas veidā

ενσταλάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кисна, инспирирање, да кисна, инспирирање на, преливам

ενσταλάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze

ενσταλάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakapat, nalít, spogledujejo, se spogledujejo, smete, napolni, Sipati

ενσταλάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naliať, naliat, nalejte
Τυχαίες λέξεις