Λέξη: φρουρός

Σχετικές λέξεις: φρουρός

ειδική φρουρός, φρουρός ψωμιάδη, φρουρόσ πλοίων, αγρυπνος φρουρός, φρουρός αιγείρας, ο φρουρός, φρουρός λεμφαδένας, φρουρός αδένας, φρουρός πλοίου, ειδικός φρουρός

Συνώνυμα: φρουρός

φρουρά, φύλακας, φύλαξη, βάρδια, καραούλι, ρολόι, αγρυπνία, ωρολόγιο φρούρησης, επιτήρηση, περιπολία, περίπολος, σκοπός, έφιππος, φύλαξ, επιστάτης, κηδεμών, εθνοφρουρός, αστυφύλαξ

Μεταφράσεις: φρουρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sentinel, guard, watchman, sentry, watchdog
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
centinela, guardia, guardia de, guarda, protector de, la guardia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schildwach, bewachte, markierung, wache, schildwache, hinweiszeichen, Wächter, Wache, Garde, Bewachung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gardien, poste, sentinelle, factionnaire, garde, protection, gardes, la garde
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scolta, sentinella, guardia, di guardia, guardia di, guard, guardie
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarda, protetor, guarda de, de guarda, proteção
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schildwacht, bewaker, hoede, wacht, garde, guard
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
часовой, страж, караул, караульный, стоять, охранять, охрана, гвардия, ограждение, кожух
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
post, vakt, guard, beskyttelsen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vakt, skydd, skydds, skyddet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vartija, suojus, guard, suoja, suojuksen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vagtpost, vagt, guard, afskærmning, vagten, afskærmningen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strážce, hlídka, stráž, strážný, ochranný kryt, chránič
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posterunek, wartownik, placówka, osłona, straż, strażniczka, strażnik
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
őr, védőburkolat, őrség, guard
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bekçi, koruma, görevlisi, guard, muhafız
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
страж, вартовий, охорона, охорону, охрана
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rojë, roje, roja, roje të, roje e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
часовой, охрана, пазач, стража, гард, предпазител
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ахова, ахове, па ахове
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahimees, vaht, valvur, valve, guard, kaitsepiire, kettakaitse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oznaka, karakter, stražariti, stražar, indikator, straža, čuvar, straže, štitnik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vörður, Guard, gæta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sargybinis, sargyba, apsauga, apsauginis, Guard, apsaugos, gvardijos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sargs, sardze, Guard, aizsargs, aizsargu, apsardzes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чувар, стража, стражар, телохранителите, чувари
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
santinelă, pază, paza, garda, de paza, gardă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
indikátor, stráž, guard, stražar, ščitnik, varovalo, straže
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
indikátor, stráž, stráže, hliadka
Τυχαίες λέξεις