Pinkeln στα ελληνικά

Μετάφραση: pinkeln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, λιμνούλα, λούτσα, κατούρημα, Pee, κατούρημα ο, κατουρήσει, κατουρήσω
Pinkeln στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absage στα ελληνικά - ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
  • alphabetisierte στα ελληνικά - εγγράμματοι, εγγράμματος, εγγράμματο, παιδεία, γνώσεις
  • bedenklichkeit στα ελληνικά - βαρύτητα, dubiousness
Τυχαίες λέξεις
Pinkeln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, λιμνούλα, λούτσα, κατούρημα, Pee, κατούρημα ο, κατουρήσει, κατουρήσω