Pol στα ελληνικά
Μετάφραση: pol, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσσαλος, παλούκι, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgeblasene στα ελληνικά - φουσκωμένα, φουσκωμένο, διογκώνεται, διογκωθεί, φουσκώνεται
- bindestriche στα ελληνικά - παύλες, οι παύλες, εξορμήσεις, παύλας, διακεκομμένη
Τυχαίες λέξεις
Pol στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσσαλος, παλούκι, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
Μεταφράσεις: πάσσαλος, παλούκι, κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων