Λέξη: εξέχω

Συνώνυμα: εξέχω

εξωθώ, εκβάλλω, υπερδιπλώνω, διπλαρώνω, προεκβάλλω, ρίπτω, σχεδιάζω, υπερκρεμάμαι, προεξέχω

Μεταφράσεις: εξέχω

εξέχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
protrude, stick out, extrude, overhang, overlap

εξέχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobresalir, asomar, resaltar, aguantar, sobresalen

εξέχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abstehen, herausstehen, vorstehen, hervorstehen, überstehen

εξέχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avancer, s'avancer, tenir le coup, tirer la, coller dehors

εξέχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sporgere, sporgono, attaccare fuori, fuoriesce, tirate fuori

εξέχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pau para fora, ficar fora, stick, stick out, furar para fora

εξέχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitsteken, steken, te steken, stok uit, uit te steken

εξέχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
торчать, выдвинуться, высунуться, выдвинуть, оттопырить, выдвигаться, высовываться, высунуть, выдаваться, выдвигать, высовывать, торчат, выпирают, выбега

εξέχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stikke ut, stikker ut, pinne ut, stokk ut, spak ut

εξέχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sticka ut, sticker ut, att sticka ut, sticka ut ur, utsträcknings

εξέχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pullistua, harottaa, työntyä, törröttää, sojottaa ulos, pomppaa ulos, työntää ulos, erottua joukosta

εξέχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
holde ud, stikker ud, stikke ud, at holde ud

εξέχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysunout, vystrčit, vyčnívat, trčí, vyčnívají, přečnívat

εξέχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sterczeć, wysuwać, wystawać, odstawać, wysunąć, wystają, trzymać się, wystawać poza

εξέχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiáll, ölt, kibír ki, bottal ki

εξέχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkmak, dayanmak, dışarı sopa, uzatmak, katlanmak

εξέχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затягує, стирчати, стояв, стояли, стовбичити, стояла

εξέχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxjerr, përballoj, rrinë jashtë, të rrinë jashtë, dalin jashtë

εξέχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
протягам, пъча, издавам, подавам се, стърчат

εξέχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тырчэць, тырчаць, тарчаць, тырчыць

εξέχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välja kannatama, silma torkama, torkama, mis silma torkama, Törröttää

εξέχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
viriti, isplaziti, stick out, isticati od, staviti van, isticati od okoline

εξέχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
standa, halda fast, stafur, halda, halda sig

εξέχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
styroti, kyšoti, atkragti, šiurpsoti, atsikišti

εξέχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stick, pieturēties, brauciet, pielīmēt, pielipt

εξέχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штрчат, инсистирам, инсистирам на, се држи надвор, држи надвор

εξέχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scoate în afară, iasa in afara, iesi, rămîn goale

εξέχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
držijo ven, Štrčati, pomoliti ven, palico iz, štrli ven

εξέχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vystrčiť, vysunúť
Τυχαίες λέξεις