Potent στα ελληνικά
Μετάφραση: potent, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραταιός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυροί, ισχυρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behaut στα ελληνικά - Άξονες, αξόνων, Αξονες, Οι άξονες, των αξόνων
- blechschmiede στα ελληνικά - Κονσερβοποιοί
- dimensioniert στα ελληνικά - διαστάσεων, διαστασιολόγηση, κατάλληλη διαστασιολόγηση, διαστασιολογημένα, διαστάσεων της
Τυχαίες λέξεις
Potent στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραταιός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυροί, ισχυρά
Μεταφράσεις: κραταιός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυροί, ισχυρά