Rücksichtslos στα ελληνικά

Μετάφραση: rücksichtslos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απερίσκεπτος, παράτολμος, εξάνθημα, ατάσθαλος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Rücksichtslos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adoptiert στα ελληνικά - υιοθέτησε, που εγκρίθηκε, εγκρίθηκε, ενέκρινε, εξέδωσε
  • anlauf στα ελληνικά - αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
Τυχαίες λέξεις
Rücksichtslos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απερίσκεπτος, παράτολμος, εξάνθημα, ατάσθαλος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο