Λέξη: αναψυχή

Σχετικές λέξεις: αναψυχή

αναψυχή συνωνυμα, αναψυχή στο δάσος, αναψυχή ορισμός, αναψυχή συνωνυμο, αναψυχή βικιπαιδεια, αθλητική αναψυχή, αναψυχή στα αγγλικά, αναψυχή λεξικο, αναψυχή ετυμολογία, δασική αναψυχή

Συνώνυμα: αναψυχή

απασχόληση, διασκέδαση, ευχαρίστηση, τέρψη, ευαρέσκεια, ηδονή, ψυχαγωγία, αναδημιουργία, αναδημιούργηση, χαλάρωση, ξεκούραση, ανάπαυση, αναψυκτικό

Μεταφράσεις: αναψυχή

αναψυχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
distraction, recreation, pleasure, relaxation, leisure, Rest

αναψυχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recreo, diversión, recreación, distracción, la recreación, de recreación, de recreo

αναψυχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablenkung, wiederherstellung, zerstreuung, verstörtheit, erholung, Erholung, Entspannung, Erholungs, Freizeit

αναψυχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amusement, dérivatif, repos, divertissement, récréation, dissension, dispersion, perturbation, dissipation, confusion, distraction, pacification, agrément, diffusion, plaisir, jeu, loisirs, les loisirs, de loisirs, des loisirs

αναψυχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricreazione, distrazione, diporto, svago, ricreativa, la ricreazione, ricreativo

αναψυχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recreio, distracção, recreação, de recreação, recriação, de lazer

αναψυχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzet, vermaak, afleiding, ontspanning, recreatie, recreatiegebied, vrije tijd, recreatiecentrum

αναψυχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдохновение, отчаяние, отвлечение, развлечение, безумие, перемена, отдых, раздражение, освежение, рассеянность, отдыха, Увеселительный отдых, Оздоровительные услуги, оздоровительный

αναψυχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekreasjon, atspredelse, distraksjon, Recreation, rekreasjons, rekreasjons-

αναψυχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekreation, fritid, rekreations, Aktiviteter, fritids

αναψυχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hupi, virkistys, viihdyke, huvitus, huvi, virkistystoiminta, Virkistyskeskus, virkistys-

αναψυχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rekreation, Recreation, Fritid, rekreative, fritidsaktiviteter

αναψυχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyrušení, obveselení, neshoda, zmatek, odpočinek, osvěžení, kratochvíle, zábava, rekreace, rekreaci, rekreační, Volný čas

αναψυχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oderwanie, rozproszenie, rozrywka, roztargnienie, odpoczynek, zabawa, rozstrój, rozterka, przerwa, zakłócenie, rekreacja, dystrakcja, rekreacji, wypoczynek, rekreacyjny

αναψυχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megzavarás, felfrissülés, szórakozás, felüdülés, pihenés, kikapcsolódás, rekreációs, szabadidős, rekreáció

αναψυχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rekreasyon, Recreation, eğlence, dinlenme, dinlenme istirahat

αναψυχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
якось-то, то, поновлення, божевілля, ось-то, розвага, розвагу, відпочинок, відпочинку, перебування

αναψυχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
argëtim, rekreative, rekreacion, rikrijim, rekreacioni

αναψυχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отмора, развлечение, отдих, почивка, селище

αναψυχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адпачынак, отдых

αναψυχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhkus, lõõgastus, kõrvalejuhtimine, meeltesegadus, puhkuse keskuse, puhkuse, vaba aja, vaba aja veetmise

αναψυχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rekreacije, rekreacijski, igra, okrepljenje, rekreacija, rekreaciju, rekreativni

αναψυχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afþreying, afþreyingu, afþreyingar, útivistar, tómstundir

αναψυχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pramoga, poilsis, poilsio, rekreacijos, laisvalaikio, poilsio organizavimo

αναψυχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atpūta, atpūtas, atpūtai, iespēja Atpūtas, izmantošanas iespēja Atpūtas

αναψυχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рекреација, одмор, рекреативен, рекреативни, рекреацијата

αναψυχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agrement, recreere, de recreere, odihna, relaxare

αναψυχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rekreacija, rekreacije, rekreacijo, rekreacijske, rekreacijski

αναψυχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozptýlení, vyrušení, rekreácia, rekreácie
Τυχαίες λέξεις