Rauchen στα ελληνικά
Μετάφραση: rauchen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυσαέριο, καπνοί, καπνίζω, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις
- ausnahmeerscheinung στα ελληνικά - εξαιρετικό φαινόμενο, εξαιρετικό προνόμιο, σπουδαίο φαινόμενο, ιδιαίτερα έκτακτο γεγονός, σπουδαίο φαινόμενο ως
- autokratische στα ελληνικά - αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- betroffenheiten στα ελληνικά - affectedness
- cachespeicher στα ελληνικά - κρυφή μνήμη, κρυφής μνήμης, της κρυφής μνήμης, προσωρινή μνήμη, προσωρινής μνήμης
Τυχαίες λέξεις
Rauchen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνοί, καπνίζω, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνοί, καπνίζω, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης