Λέξη: διεύρυνση

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, διεύρυνση και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ένωσης, διευρυνση συνώνυμο, διεύρυνση της εε, διεύρυνση του νου

Συνώνυμα: διεύρυνση

επέκταση, διαστολή, εξάπλωση, έκταση, αποτόνωση, ενίσχυση, εύρυνση

Μεταφράσεις: διεύρυνση

διεύρυνση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
widening, expansion, enlargement, extend, enlargement of

διεύρυνση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expansión, ampliación, la expansión, de expansión, expansión de

διεύρυνση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbreiterung, erweitert, zunahme, erweitern, ausbreiten, Erweiterung, Expansion, Ausdehnung, Ausbau, Expansions

διεύρυνση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élargissant, élargissement, agrandissement, expansion, extension, l'expansion, développement

διεύρυνση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampliamento, espansione, di espansione, l'espansione, dilatazione, sviluppo

διεύρυνση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expansão, de expansão, ampliação, a expansão, expansão de

διεύρυνση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
expansie, uitbreiding, uitzetting, groei, uitbreiding van

διεύρυνση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расширение, расширения, разложение, экспансия, расширением

διεύρυνση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvidelse, ekspansjon, utvidelsen, ekspansjons, utvidelses

διεύρυνση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
expansionen, expansions, utbyggnad, utvidgning, utbyggnaden

διεύρυνση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laajeneminen, laajennus, laajentamiseen, laajentaminen, laajentamista

διεύρυνση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst

διεύρυνση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozšíření, expanze, expanzní, expanzi, rozvoj

διεύρυνση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbudowa, ekspansja, rozwój, rozszerzenie, ekspansji

διεύρυνση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terjeszkedés, bővítése, tágulási, bővítés, bővülése

διεύρυνση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişleme, genişletme, genleşme, genişlemesi, büyüme

διεύρυνση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розширений, розширення

διεύρυνση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjerim, zgjerimi, zgjerimi i, ekspansioni, zgjerim të

διεύρυνση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване

διεύρυνση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пашырэнне, пашырэньне

διεύρυνση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laiendamine, laienemine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks

διεύρυνση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekspanzija, proširenje, širenje, ekspanzije, za proširenje

διεύρυνση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu

διεύρυνση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plėtra, išplėtimas, plėtrą, plėtimosi, plėsti

διεύρυνση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izplešanās, paplašināšanās, paplašināšana, paplašināšanu, paplašināšanas

διεύρυνση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проширување, експанзија, проширувањето, проширување на, експанзијата

διεύρυνση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expansiune, extindere, extinderea, de expansiune, expansiunea

διεύρυνση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
širitev, razširitev, ekspanzija, širjenje, širitve

διεύρυνση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
expanzia, expanzie, rozširovania, expanziu, rozšírenia
Τυχαίες λέξεις