Λέξη: παπούτσια

Σχετικές λέξεις: παπούτσια

παπούτσια online, παπούτσια nike, παπούτσια χορού, παπούτσια 2014, παπούτσια καλοκαίρι 2014, παπούτσια toms, παπούτσια nak, παπούτσια ανδρικά, παπούτσια clarks, παπούτσια γυναικεία, αθλητικά παπούτσια, αθλητικά, παπούτσια παιδικά, παπούτσια 2012, voi noi παπούτσια, παπούτσια adidas

Μεταφράσεις: παπούτσια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
footwear, shoes, of shoes
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calzado, zapatos, Shoes, Calzado, los zapatos, zapatos de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schuhware, Schuhe, Schuhen, Shoes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaussures, chaussure, Chaussures, Shoes, des chaussures, Chaussures de, les chaussures
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scarpe, Shoes, Calzature, pattini, Scarpe da
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calçados, pé, sapatos, Tênis, Shoes, Sapatas, Calçados
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoeisel, Schoenen, Shoes, Schoenen van, de schoenen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обувка, обувь, Shoes, обуви, ботинки, Туфли
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sko, skoene, Shoes, fottøy
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Skor, Shoes, skorna, av skor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalkineet, jalkine, Kengät, kenkiä, Shoes, kenkien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sko, Shoes, skoene, fodtøj
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obuv, boty, Shoes, obuvi, bot
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obuwie, buty, Shoes, butów, obuwia
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cipő, cipők, Shoes, cipőt, lábbeli
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Ayakkabı, Ayakkabıları, shoes, Ayakkabılar, Ayakkabıları Bayan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
взуття, обувь, взуття Підняти, от
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këpucët, këpucë, Shoes, Kepuce, Veshje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абутак, обувь
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalatsid, kingad, Shoes, jalanõud, jalatseid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obuće, obuća, cipele, Shoes, cipela, obuću
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Skór, skó, Shoes, skóm
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
avalynė, Batai, Shoes, batus, batų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apavi, kurpes, Shoes, Apavu, apavus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чевли, чевлите, обувки, Shoes
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Pantofi, Incaltaminte, pantofi de, Shoes, Încălțăminte
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Čevlji, obutev, čevlje, Shoes, čevljev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obuv, topánky, boty

Στατιστικά δημοτικότητας: παπούτσια

Τυχαίες λέξεις