Rechtfertigen στα ελληνικά

Μετάφραση: rechtfertigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, δικαιώνω, αφορμή, δικαιολογία, συγχωρώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Rechtfertigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambivalent στα ελληνικά - αντιμαχόμενος, αμφίσημη, αμφίθυμη, αμφίσημο, διφορούμενη
  • anschmiegen στα ελληνικά - σχίζω, κολλώ, πιάνομαι, χώνω, προσκολλώμαι, εμμένω, φωλιάζω, ...
  • befestigungen στα ελληνικά - οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
  • beschlagnahmen στα ελληνικά - δημεύω, καταλαμβάνω, κατάσχω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Rechtfertigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, αφορμή, δικαιολογία, συγχωρώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν