Λέξη: μοναχικός

Σχετικές λέξεις: μοναχικός

μοναχικός καβαλάρης imdb, μοναχικός λύκος βιβλιοπαιχνιδι, μοναχικόσ καβαλάρησ κριτική, μοναχικόσ χόρχε, μοναχικός άνθρωπος, μοναχικόσ ταξιδιώτησ, μοναχικός καβαλάρης, μοναχικός βίος, μοναχικός συνώνυμα, μοναχικός λύκος

Συνώνυμα: μοναχικός

μόνος, μοναχός, μονήρης, μοναστικός

Μεταφράσεις: μοναχικός

μοναχικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lonesome, solitary, lone, lonely, monastic, Solitaire

μοναχικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solo, único, solitario, solitaria, sola, de Lonely

μοναχικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einzeln, eremit, einzig, einsiedler, einsam, einsamen, einsame, einsamer, lonely

μοναχικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ermite, seul, solitaire, isolé, unique, solitude, solitaires

μοναχικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
singolo, romito, solo, unico, isolato, solitario, solitaria, sola, soli

μοναχικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eremita, só, isolado, único, sozinho, solitário, solitária, sozinha, solitários

μοναχικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heremiet, enkel, eenzaam, alleen, verlaten, enig, kluizenaar, louter, bloot, eenzame, eenzaamheid, lonely

μοναχικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одинокий, единичный, сиротливый, обособленный, овдовевший, отдельный, покинутый, унылый, уединенный, одиночный, затворнический, единственный, нелюдимый, одиноко, одиноким, одинок, одинокой

μοναχικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneboer, ensom, eneste, ensomme, lonely, ensomt, seg ensom

μοναχικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enslig, allena, ensam, ödslig, lonely, ensamma, ensamt, ensliga

μοναχικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
autio, ainoa, yksin, eloton, yksittäinen, yksinäinen, erakko, Lonely, yksinäistä, yksinäisiä, yksinäiseksi

μοναχικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt

μοναχικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osamocený, samotný, samotář, osamělý, samotářský, ojedinělý, sám, poustevník, jediný, opuštěný, Lonely, osamělá, osamělé, průvodců Lonely

μοναχικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
samotny, ustronny, odosobniony, osamotnienie, bezludny, odludny, samotna, samotne, lonely, samotnym

μοναχικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társtalan, egyedüli, remete, elhagyatott, visszavonult, magányos, magányosnak, magányosan, lonely

μοναχικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tek, yeke, yalnız, ıssız, biricik, lonely, yalnız bir, yalnızlık, yalnızım

μοναχικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
індивідуаліст, самотній, лондонець, одинокий, я Одинокий, самотня

μοναχικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetmuar, i vetmuar, të vetmuar, e vetmuar

μοναχικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самотен, самотна, самотно, самотни, самотния

μοναχικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самотны, адзінокі, Аднамесны, статус Аднамесны, мае адносіны статус Аднамесны

μοναχικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksildasevõitu, üksildane, üksik, lonely, üksildase, üksikuna

μοναχικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usamljen, pojedinačan, pust, samac, teretnica, zabačen, neženjen, jedini, sam, usamljeno, usamljeni, osamljen, usamljena

μοναχικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einstaka, einmana, einmanalegt, einmanna

μοναχικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
singularis, solus

μοναχικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienintelis, vienišas, lonely, vieniši, vieniša

μοναχικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientulīgs, vientuļnieks, vienīgais, vientuļš, vientuļi, lonely, vientuļa

μοναχικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осамени, осамен, осамените, осамено, осамена

μοναχικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
izolat, singuratic, solitar, singur, singuri, singură, singuratică

μοναχικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lonely, osamljen, osamljeni, osamljena, osamljeno

μοναχικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opustený, osamelý, lonely

Στατιστικά δημοτικότητας: μοναχικός

Τυχαίες λέξεις