Rechtsgültig στα ελληνικά

Μετάφραση: rechtsgültig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Rechtsgültig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amortisierbar στα ελληνικά - δυνάμενος να πληρωθή χρεολυτικά, αποσβεστέα
  • bauten στα ελληνικά - κτίρια, κτιρίων, τα κτίρια, κτήρια, κτηρίων
  • bedrohungen στα ελληνικά - απειλές, απειλών, τις απειλές, απειλές για, των απειλών
Τυχαίες λέξεις
Rechtsgültig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες