Reihe στα ελληνικά
Μετάφραση: reihe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αριθμός, τράπεζα, πίφερο, σειρά, γραμμή, στήλη, καθορισμένος, όχθη, υποβάλλω, σουίτα, ρυτίδα, αλληλουχία, ακολουθία, διαδοχή, κατατάσσω, επενδύω, σειράς, σειρές, κάποιες, σειρών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amoralisch στα ελληνικά - άσχετος με την ηθική, ανήθικη, ανήθικο, αμοραλιστική, ανήθικης
- angehängte στα ελληνικά - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
- ausbuchtung στα ελληνικά - προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
- drohende στα ελληνικά - επικείμενος, απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
Τυχαίες λέξεις
Reihe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αριθμός, τράπεζα, πίφερο, σειρά, γραμμή, στήλη, καθορισμένος, όχθη, υποβάλλω, σουίτα, ρυτίδα, αλληλουχία, ακολουθία, διαδοχή, κατατάσσω, επενδύω, σειράς, σειρές, κάποιες, σειρών
Μεταφράσεις: αριθμός, τράπεζα, πίφερο, σειρά, γραμμή, στήλη, καθορισμένος, όχθη, υποβάλλω, σουίτα, ρυτίδα, αλληλουχία, ακολουθία, διαδοχή, κατατάσσω, επενδύω, σειράς, σειρές, κάποιες, σειρών