Λέξη: τσόχα

Σχετικές λέξεις: τσόχα

τσόχα 43 αμπελόκηποι, τσόχα & βουρνάζου 4, τσόχα με το μέτρο, τσόχα 43 και φιλήμονος 38, τσόχα τιμή, τσόχα 7, τσόχα 36, τσόχα & βουρνάζου 4 τ.κ. 101 68, τσόχα 15-17, τσόχα 27 & βουρνάζου αμπελόκηποι

Συνώνυμα: τσόχα

πεπιεσμένο μαλλί για κετσέδες, κέτσες, μαλακό μάλλινο ύφασμα, κουβέρτα, πάπλωμα, κλινοσκέπασμα

Μεταφράσεις: τσόχα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
felt, baize, blanket, of felt, the felt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fieltro, sentido, sentía, sintió, sentir
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betasten, abgetastet, fühlte, empfunden, filz, spüren, fühlen, empfinden, gefühlt, Filz, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sentie, sentirent, senties, senti, feutre, sentîmes, ressenti, sentir, estimé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
feltro, sentito, sentita, provato, sentire
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feltro, sentido, sentiu, sentida, senti
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vilt, voelde, vonden, gevoeld, voelden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фетр, войлок, чувствовал, почувствовал, чувствовала
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filt, følte, følt, føltes, følte meg, følte seg
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filt, kände, kändes, tyckte, ansåg, kände sig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aistittava, huopa, peite, peitto, viltti, tuntui, tunsi, tuntenut
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filt, følte, mente, følt, følte sig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
filc, plsť, plst, cítil, pocit, cítila
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odczulenie, pilśnić, pilśnienie, filcować, wyczuć, filcowanie, filc, wojłok, pilśń, poczuł, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
filc, nemez, érzett, érezte, éreztem
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keçe, hissettim, hissetti, düşünmüş, etmiş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фетр, фетровий, повсть, войлок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjerë, ndjeva, ndjeu, ndje, ndier
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филц, чувствах, усети, почувства, почувствах
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лямец, лямцом, войлок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vilt, tundis, aimatav, tunda, tundsin, tundnud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pust, osjećala, osjećaja, filc, osjetio, osjećao, osjetila
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fannst, fann, fundið, töldu, leið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fetras, veltinis, jaučiamas, manė, pajuto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filcs, jutos, jūtama, jutās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чувствував, почувствував, чувствувале, чувствува, се чувствува
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fetru, pâslă, simțit, simtit, au considerat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žamet, čutiti, čutil, počutil, klobučevine
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cítil, plsť, filc

Στατιστικά δημοτικότητας: τσόχα

Τυχαίες λέξεις