Roh στα ελληνικά
Μετάφραση: roh, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, αγενής, σκληρός, ωμός, τραχύς, πρόχειρος, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abwischend στα ελληνικά - Σκούπισμα, Σκουπίζοντας, σκουπίζοντάς, το σκούπισμα, Το σκουπίζοντας
- armut στα ελληνικά - χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, μιζέρια, πενία, φτώχεια, φτώχειας, ...
- aufgesogen στα ελληνικά - απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφώνται, που απορροφάται, απορροφήθηκε
- bund στα ελληνικά - λουρί, σύμπλεγμα, δέσμη, συστοιχία, σύμφωνο, γιακάς, τσαμπί, ...
Τυχαίες λέξεις
Roh στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, αγενής, σκληρός, ωμός, τραχύς, πρόχειρος, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Μεταφράσεις: χονδροειδής, αγενής, σκληρός, ωμός, τραχύς, πρόχειρος, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων