Ruinieren στα ελληνικά
Μετάφραση: ruinieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπατεύω, παραχαϊδεύω, αντεπίθεση, χαντακώνω, χαλώ, χάνω, χτύπημα, φυσώ, διάλλειμα, σπάζω, ρήμαγμα, διάλειμμα, χρεοκοπημένος, κακομαθαίνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abwicklung στα ελληνικά - εκτέλεση, συναλλαγή, οικισμός, διεκπεραίωση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, δοσοληψία, ...
- adaptierung στα ελληνικά - ρύθμιση, προσαρμογή, προσαρμογής, η προσαρμογή, της προσαρμογής, έχει προσαρμοστεί
- amethyst στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
- bluterkrankheit στα ελληνικά - αιμοφιλία, αιμορροφιλία, αιμοφιλίας, αιμορροφιλίας, η αιμοφιλία
Τυχαίες λέξεις
Ruinieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπατεύω, παραχαϊδεύω, αντεπίθεση, χαντακώνω, χαλώ, χάνω, χτύπημα, φυσώ, διάλλειμα, σπάζω, ρήμαγμα, διάλειμμα, χρεοκοπημένος, κακομαθαίνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει
Μεταφράσεις: πασπατεύω, παραχαϊδεύω, αντεπίθεση, χαντακώνω, χαλώ, χάνω, χτύπημα, φυσώ, διάλλειμα, σπάζω, ρήμαγμα, διάλειμμα, χρεοκοπημένος, κακομαθαίνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει