Χρεοκοπημένος στα γερμανικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ruinieren, bankrotteur, bankrott, Konkurs, in Konkurs, bankrotten, pleite
Χρεοκοπημένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, χρεοκοπημένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα γερμανικά - durchfluten, suffuse, durchdringen, fluten
  • χρειάζομαι στα γερμανικά - dürftigkeit, brauchen, müssen, notlage, bedürfnis, armut, bedürfen, ...
  • χρηματιστής στα γερμανικά - börsenmakler, effektenmakler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker
  • χρηματοδοτώ στα γερμανικά - finanzen, Finanzen, Finanzwesen, Finanz, Finanzierungs, Finanzierung
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ruinieren, bankrotteur, bankrott, Konkurs, in Konkurs, bankrotten, pleite