Runzel στα ελληνικά
Μετάφραση: runzel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραφή, πτυχή, αυλάκι, γραμμή, ζάρωμα, παρατάσσω, χαντάκι, ρυτίδα, ρυτιδώνω, επενδύω, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abprallend στα ελληνικά - γερός, bouncing, αναπηδούν, αναπηδώντας, που αναπηδούν
- ansteckung στα ελληνικά - λοίμωξη, μόλυνση, μεταβίβαση, μίασμα, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
- diskretion στα ελληνικά - σωφροσύνη, εχεμύθεια, φινέτσα, περίσκεψη, λιχουδιά, διάκριση, λεπτότητα, ...
- divergierender στα ελληνικά - αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, αποκλινόντων
Τυχαίες λέξεις
Runzel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραφή, πτυχή, αυλάκι, γραμμή, ζάρωμα, παρατάσσω, χαντάκι, ρυτίδα, ρυτιδώνω, επενδύω, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
Μεταφράσεις: ραφή, πτυχή, αυλάκι, γραμμή, ζάρωμα, παρατάσσω, χαντάκι, ρυτίδα, ρυτιδώνω, επενδύω, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική