Sammeln στα ελληνικά
Μετάφραση: sammeln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περισυλλέγω, μαζεύω, συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, συγκεντρώνομαι, μαδώ, κασμάς, συγκέντρωση, συντάσσω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μαζεύομαι, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ankerwinde στα ελληνικά - εργάτης, εργάτης άγκυρας, βαρούλκου, του βαρούλκου, εργάτη άγκυρας
- außenseiter στα ελληνικά - ξένος, αλλοδαπός, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη
- bebaut στα ελληνικά - Build, Κατασκευάστηκε, οικοδομήσουμε, χτίσει, Φτιάξτε
- differentiation στα ελληνικά - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Sammeln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύω, συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, συγκεντρώνομαι, μαδώ, κασμάς, συγκέντρωση, συντάσσω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μαζεύομαι, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύω, συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, συγκεντρώνομαι, μαδώ, κασμάς, συγκέντρωση, συντάσσω, συλλέγω, μεταγλωττίζω, μαζεύομαι, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή