Λέξη: σκλήθρα
Σχετικές λέξεις: σκλήθρα
σκλήθρα alnus glutinosa, σκλήθρα στο χερι, σκλήθρα δεντρο
Συνώνυμα: σκλήθρα
ολίσθημα, αγκίδα, πελεκούδι, σχίζα
Μεταφράσεις: σκλήθρα
σκλήθρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sliver, splinter, slither, alder wood, alder, alders
σκλήθρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
astilla, escindido, disidente, splinter, esquirla
σκλήθρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
splitter, span, Splitter, splittern, splinter
σκλήθρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écharde, éclat, fragment, lopin, tronçon, éclats, dissident, splinter
σκλήθρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frammento, scheggia, splinter, schegge, pagliuzza, scheggia di
σκλήθρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lasca, farpa, splinter, estilhaço, fragmento
σκλήθρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scherf, splinter, splintergroep, splintervrij, splintergroepen, splintervrije
σκλήθρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прядь, щепка, откалываться, лучина, арматура, осколок, заноза, Splinter, отколовшаяся, отколовшаяся от
σκλήθρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
splint, flis, splinter, spon
σκλήθρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flisa, skärva, spillra, splinter, splitterskydd, splitter, utbrytargrupp
σκλήθρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tikku, lastu, sirpale, splinter, hajoamaan, pirstoutua
σκλήθρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
splint, splinter, splinten, splintre, udbrydergruppe
σκλήθρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úlomek, štěpina, tříska, kousek, střepina, odštěpek, rozštípat, roztříštit
σκλήθρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odłamek, skrawek, drzazga, szczapa, zadra, odprysk, Czerep
σκλήθρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fátyolszalag, szilánk, Splinter, a Splinter, szakadár, szálkát
σκλήθρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıymık, splinter, kıyıyorsun, edilen şarapnel
σκλήθρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скалка, осколок, уламок, скалку
σκλήθρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cifël, shkëputur, fraksion, i shkëputur, fraksione
σκλήθρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подпалка, Splinter, отцепила се, парче, цепеница
σκλήθρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асколак, аскепак, осколок, кавалак, абломак
σκλήθρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
killustama, kilde, splinter, pind, kild
σκλήθρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iver, luč, rascijepiti, cijepati, splinter, odlomiti se, splinter Bid
σκλήθρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Splinter, Flís
σκλήθρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rakštis, nuolauža, sudužti, skeveldra, atlauža, pašinas
σκλήθρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaida, skabarga, šķemba, šķembu, skabargu
σκλήθρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отцепена, иверица, превиткуваат, шрапнел, фракција
σκλήθρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aşchie, așchie, cliva, șindrilă, țandără, fractura
σκλήθρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Splinter, razbijejo, trska, drobcem, Rascijepiti
σκλήθρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trieska, triesky, štiepka, triesku, trieska v koži
Τυχαίες λέξεις