Sammlung στα ελληνικά
Μετάφραση: sammlung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύναξη, βιβλιοθήκη, σχέση, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altern στα ελληνικά - γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ...
- anrempelnd στα ελληνικά - συνωστίζονται, jostling, συνώθηση, σπρωξίματος, σπρωξιές κ
- drucker στα ελληνικά - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
Τυχαίες λέξεις
Sammlung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύναξη, βιβλιοθήκη, σχέση, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Μεταφράσεις: σύναξη, βιβλιοθήκη, σχέση, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης