Λέξη: αρετή

Σχετικές λέξεις: αρετή

αρετή κετιμέ, αρετή γεωργιλή, αρετή κοσμίδου facebook, αρετή κοσμίδου so cruel, αρετή κοσμίδου the voice, αρετή κοσμίδου, αρετή κοσμίδου big in japan, αρετή μάγγου, αρετή κοσμίδου - passenger - let her go the voice of greece - blind auditions (s01e08), αρετή κοσμίδου royals

Συνώνυμα: αρετή

υπεροχή, δύναμη, ποιότητα, ποιότης, ιδιότης, ιδιότητα, περιωπή, χρηστότης, χρηστότητα

Μεταφράσεις: αρετή

αρετή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
virtue, a virtue, virtue of, merit, virtues

αρετή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
virtud, la virtud, en virtud, virtudes, gracias

αρετή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirksamkeit, vorzug, wert, tugend, Tugend, aufgrund, kraft, Grund, dank

αρετή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
efficacité, avantage, puissance, vertu, qualité, valeur, étoffe, la vertu, raison, grâce, vertu de

αρετή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
virtù, forza, sensi, la virtù, grazie

αρετή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
virtude, força, termos, devido, a virtude

αρετή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deugd, deugdelijkheid, degelijkheid, deugdzaamheid, krachtens, grond, hoofde

αρετή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эффективность, сила, целомудрие, раритет, доблесть, достоинство, добродетель, действие, целомудренный, добродетели, добродетелью, силу

αρετή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyd, kraft, i kraft, grunn

αρετή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dygd, förtjänst, grund, stöd, enlighet, kraft

αρετή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siveys, hyveellisyys, siveellisyys, arvo, hyve, avu, nojalla, perusteella, vuoksi, ansiosta

αρετή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyd, henhold, kraft, medfør, grund

αρετή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
moc, síla, ctnost, hodnota, přednost, účinnost, schopnost, ctností, ctnosti, předností

αρετή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
walor, cnotliwość, zaleta, dobroć, cnota, moralność, wartość, skuteczność, cnotą, cnoty, zaletą, cnotę

αρετή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erény, alapján, értelmében, fogva, révén

αρετή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fazilet, erdem, erdemdir, erdemi, bir erdemdir

αρετή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фактично, практично, дійсно, доброчесність, чеснота, чесноту, чесноти, доброчинність

αρετή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
virtyti, virtyt, virtyt i, virtytin, virtyti i

αρετή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добродетел, силата, поради, основа, основание

αρετή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дабрачыннасць, цнота, дабрадзейнасць, цноту, добродетель

αρετή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tublidus, kunstimaitse, toime, voorus, alusel, tõttu, kohaselt, tulenevalt

αρετή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
moć, vrlina, valjanost, silina, vrijednost, krepost, vrline, vrlinu, kreposti

αρετή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dyggð, krafti, dyggðir, dyggðin, dygð

αρετή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dorybė, vertybė, dorybės, privalumas

αρετή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tikums, tikumība, vērtība, īpašība, tikumu

αρετή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доблест, доблеста, добродетел, врз основа, основа

αρετή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
virtute, temeiul, virtutea, în temeiul, datorită

αρετή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čednost, vrlina, krepost, virtue, odlika

αρετή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cnosť, de, čnosť, ctnosť

Στατιστικά δημοτικότητας: αρετή

Τυχαίες λέξεις