Schenkel στα ελληνικά

Μετάφραση: schenkel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλαδί, μηρός, άκρο, μέλος, πόδι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών
Schenkel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adliger στα ελληνικά - ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
  • aufziehen στα ελληνικά - πισινός, τρέφω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, σηκώνω, αύξηση, ...
  • besserungen στα ελληνικά - βελτιώσεις, βελτιώσεων, βελτίωση, βελτίωσης, βελτιώσεις που
  • bestattungsinstitute στα ελληνικά - κηδεία, Η κηδεία, κηδείας, την κηδεία, κηδεία του
Τυχαίες λέξεις
Schenkel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλαδί, μηρός, άκρο, μέλος, πόδι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών