Λέξη: οξύνοια

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια τι σημαινει, οξύνοια blogspot

Συνώνυμα: οξύνοια

αγχίνοια, οξύτητα, σφοδρότητα, καπατσοσύνη, αγχίνεια

Μεταφράσεις: οξύνοια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acumen, astuteness, acuteness, sagacity, subtlety
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
astucia, la astucia, sagacidad, astuteness, astucias
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scharfsinn, Scharfsinn, Schlauheit, Klugheit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subtilité, sagacité, finesse, acuité, astuce, l'astuce, d'astuce, perspicacité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acume, astuzia, furbizia, astuzie, l'astuzia, astuteness
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
astúcia, argúcia, astuteness, perspicácia, sagacidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slimheid, scherpzinnigheid, astuteness, scherp inzicht, geslepenheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проницательность, сообразительность, прозорливость, хитрость
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
astuteness, skarpsindighet, sluhet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intelligens, slughet, listighet, skarpsinne, skarps
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vainu, astuteness, neuvokkuudesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skarpsindighed, kløgtighed, snedige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pronikavost, ostrovtip, bystrost, vychytralost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orientacja, bystrość, wnikliwość, przebiegłość, astuteness
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
furfang
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проникливість, прозорливість, інтуїцію
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
astuteness
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проницателност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праніклівасць, праніклівыя, прадбачлівыя, празорлівасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbinägelikkus, nutikus, astuteness, kavalus, nutikus ja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oštrina, umješnost, lukavost, mudrost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
astuteness
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Przebiegłość, Wnikliwość, Bystrość
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
astuteness
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
astuteness
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viclenie, iscusință, maliție
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bistrost, Umetnost, Lukavost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prešibanosť, prefíkanosť, šikovný
Τυχαίες λέξεις