Schlüssel στα ελληνικά
Μετάφραση: schlüssel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, αποσπώ, στραμπουλίζω, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις
- abgeschrägt στα ελληνικά - λοξοκομμένη, λοξότμητο, λοξοτομείται, πλαγιοτομές, λοξοτομημένο
- auseinandersetzungen στα ελληνικά - συγκρούσεις, συγκρούσεων, συμπλοκές, οι συγκρούσεις, τις συγκρούσεις
- begehen στα ελληνικά - τράβηγμα, δεσμεύω, τραβώ, κάνω, διαπράττω, διαπράττουν, δεσμευτούν, ...
- distrikt στα ελληνικά - περιφέρεια, περιοχή, μαχαλάς, έδαφος, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ, ΕΠΑΡΧΙΑ, DISTRICT, ...
Τυχαίες λέξεις
Schlüssel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, αποσπώ, στραμπουλίζω, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις: κλειδί, αποσπώ, στραμπουλίζω, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές