Λέξη: συναναστρέφομαι

Σχετικές λέξεις: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι συνώνυμα, συναναστρέφομαι συνωνυμο, συναναστρέφομαι με, συναναστρέφομαι λεξικο, συναναστρέφομαι στα αγγλικα

Συνώνυμα: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι με οικειότητα, κουτσοπίνω με παρέα, συνδέομαι, συνδέω, συνεταιρίζομαι, εναρμονίζομαι, συμφωνώ

Μεταφράσεις: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assort, hobnob, consort with, associate

συναναστρέφομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agrupar, ordenar, codearse, hobnob, codearte

συναναστρέφομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klassifizieren, ordnen, sortieren, Tässchen Tee, hobnob, ein Tässchen Tee, anfreunden

συναναστρέφομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ranger, tri, trier, approvisionner, combiner, ordonner, arranger, classer, classifier, ravitailler, munir, rassembler, grouper, achalander, assortir, fréquenter, trinquer, frayer, hobnob, lier d'amitié

συναναστρέφομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assortire, aggruppare, essere in grande amicizia, hobnob, intrattenetevi, grande amicizia, in grande amicizia

συναναστρέφομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beber em companhia, confraternizar, hobnob, ter intimidade con

συναναστρέφομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertrouwelijk omgaan, hobnob

συναναστρέφομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсортировать, подбирать, сортировать, водиться, якшаться, водить дружбу, путаясь

συναναστρέφομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sortere, menge, menge seg, å menge seg

συναναστρέφομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordna, hobnob

συναναστρέφομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seurustella tuttavallisesti

συναναστρέφομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mænge, mænge sig, hobnob, klinke

συναναστρέφομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sestavovat, sestavit, zásobit, klasifikovat, roztřídit, třídit, seřadit, vybrat, uspořádat, hobnob

συναναστρέφομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współpracować, dobierać, klasyfikować, sortować, zaopatrywać, zestawiać, grupować, segregować, kumać się, poufalić się, zadać się z kimś

συναναστρέφομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iddogál, iszik, cimborál

συναναστρέφομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınıflandırmak, beraber vakit geçirmek, vakit geçirmek, hobnob, sıkı fıkı olmak, samimi olmak

συναναστρέφομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
узгодьтеся, сортувати, відсортувати, водитися, водиться

συναναστρέφομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqërohem, miqësohem, pi me dikë

συναναστρέφομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дружа, пия, черпя, лек разговор, черпя се

συναναστρέφομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вадзіцца, важдацца

συναναστρέφομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rühmitama, sortima, lähedalt läbi käima, Väljak tuttavallisesti

συναναστρέφομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odabirati, opremiti, sortirati, hobnob

συναναστρέφομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hobnob

συναναστρέφομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bičiuliauti, Gerti kartu, Poufalić, Bendrauti, Draugiška pokalbį

συναναστρέφομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hobnob

συναναστρέφομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дружи, се дружи, дружа

συναναστρέφομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sorta, bati pe burta, te bati pe burta

συναναστρέφομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hobnob

συναναστρέφομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hobnob
Τυχαίες λέξεις