Λέξη: απρόσιτος
Σχετικές λέξεις: απρόσιτος
απρόσιτος τι σημαινει, απρόσιτος ετυμολογία, απρόσιτος λεξικο, απρόσιτος μεταφορικη σημασια, απρόσιτος συνώνυμα, απρόσιτος προταση, προσιτός συνώνυμο, απρόσιτος translation
Συνώνυμα: απρόσιτος
άφθαστος
Μεταφράσεις: απρόσιτος
απρόσιτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inaccessible, unreachable, ungetatable, uncometable, unaccessible
απρόσιτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inaccesible, inasequible, inaccesibles, accesible, accesibles
απρόσιτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unerreichbar, unzugänglich, gesperrt, unzugänglichen, nicht zugänglich, zugänglich
απρόσιτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inabordable, inaccessible, inaccessibles, accessible, accessibles
απρόσιτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irraggiungibile, inaccessibile, inaccessibili, accessibile, accessibili, rotelle
απρόσιτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inacessível, inacessíveis, acessível, acessíveis
απρόσιτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontoegankelijk, ontoegankelijke, toegankelijk, niet toegankelijk, onbereikbaar
απρόσιτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недостижимый, недосягаемый, малодоступный, недоступный, неприступный, недоступны, недоступными, недоступен, недоступным
απρόσιτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utilgjengelige, utilgjengelig, brukere, utilgjengelige på
απρόσιτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oåtkomlig, otillgängliga, otillgänglig, oåtkomliga, anpassad
απρόσιτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luoksepääsemätön, saavuttamaton, pääsyä, ei pääsyä, saavuttamattomissa, pääse
απρόσιτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
utilgængelige, utilgængeligt, utilgængelig, ingen adgang, ingen adgang for
απρόσιτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepřípustný, nedosažitelný, nepřístupný, nedostupný, nepřístupná, nepřístupné, Odkaz je nepřístupný, nedostupné
απρόσιτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedostępny, nieprzystępny, niedostępne, niedostępna, niedostępnych, niedostępnym
απρόσιτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megközelíthetetlen, hozzáférhetetlen, elérhetetlen, elérhetetlenné, hozzáférhetetlenné
απρόσιτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erişilemez, ulaşılmaz, erişilmez, erişilemeyen, erişilemiyor
απρόσιτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неспроможність, недоступний, недосяжний, недоступне
απρόσιτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paarritshëm, paarritshëm, të paaksesueshme, paarritshme, të paarritshëm
απρόσιτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недостъпен, недостъпни, недостъпна, недостъпно
απρόσιτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недаступны, якую не маглі, недасяжны, недасяжная для, недасяжная
απρόσιτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ligipääsematu, ligipääsmatu, kättesaamatuks, ligipääsmatuks, kättesaamatud, ligipääsmatud
απρόσιτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepristupačnim, nedostižan, nepristupačan, nedostupan, nedostupni, nedostupna, nedostupno
απρόσιτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
náðist, óaðgengilegur, óaðgengilegar, það náðist, náðist ekki
απρόσιτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neprieinamas, nepasiekiamas, neprieinama, neprieinami, neprieinamos
απρόσιτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepieejams, nepieejami, nepieejamas, nepieejama, nepieejamu
απρόσιτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непристапни, недостапни, непристапно, непристапен, недостапен
απρόσιτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inaccesibil, inaccesibile, inaccesibilă, inaccesibila, accesibil
απρόσιτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedostopna, nedostopni, nedostopne, nedostopen, nedostopno
απρόσιτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neprístupný
Τυχαίες λέξεις