Schmeichelhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: schmeichelhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολακευτικός, κολακευτικό, κολακευτικά, κολακευτική, κολακεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anbetung στα ελληνικά - λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- ausgezeichnet στα ελληνικά - ράγισμα, εξαίσιος, άριστος, ραγίζω, ρωγμή, σούπερ, σπάζω, ...
- brombeerstrauch στα ελληνικά - βάτος, Bramble, βάτου, βάτο, άκανθαν
- dummerjan στα ελληνικά - χαζός, μανέστρα, noodle, Νούντλ, νουντλς, ζυμαρικά ταχείας ετοιμασίας
Τυχαίες λέξεις
Schmeichelhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολακευτικός, κολακευτικό, κολακευτικά, κολακευτική, κολακεύει
Μεταφράσεις: κολακευτικός, κολακευτικό, κολακευτικά, κολακευτική, κολακεύει