Λέξη: θερμοσίφωνας
Σχετικές λέξεις: θερμοσίφωνας
θερμοσίφωνας υγραερίου, θερμοσίφωνας 80 λίτρων, θερμοσίφωνας 120 lt, θερμοσίφωνας elco, θερμοσίφωνας διπλής ενέργειας, θερμοσίφωνας 80 lt, θερμοσίφωνας ισχύς, θερμοσίφωνας 40lt, θερμοσίφωνας τριπλής ενέργειας, θερμοσίφωνας μπάνιου, ηλιακός θερμοσίφωνας, ηλιακός θερμοσίφωνας τιμές, ηλιακος θερμοσίφωνας, ηλιακος, ηλιακοι θερμοσιφωνες
Συνώνυμα: θερμοσίφωνας
στολιδάκι, θερμός πίδακας, θερμός πίδακας γκέιζερ, πίνακας ζεστού νερού και ατμού
Μεταφράσεις: θερμοσίφωνας
θερμοσίφωνας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
geyser, water heater, water heating, water, heater
θερμοσίφωνας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calentador de agua, calentador, del calentador de agua, el calentador de agua, calentador de agua de
θερμοσίφωνας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geiser, springquell, Wasserkocher, Boiler, Warmwasserbereiter
θερμοσίφωνας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
geyser, chauffe-bain, chauffe-eau, chauffe eau, chauffe- eau
θερμοσίφωνας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaldabagno, riscaldatore di acqua, scaldacqua, riscaldamento dell'acqua, del riscaldatore di acqua
θερμοσίφωνας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquecedor de água, esquentador, água aquecida com, calefator de água, água aquecida
θερμοσίφωνας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waterkoker, boiler, toestel, waterverwarmer, water kachel
θερμοσίφωνας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колонка, гейзер, нагреватель воды, водонагреватель, водонагревателя, подогреватель воды, водонагревателей
θερμοσίφωνας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
varmtvannsbereder, varmtvannsberederen, vannvarmer, bereder, vannvarmeren
θερμοσίφωνας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
varmvattenberedare, vattenvärmare, vattenvärmaren, varmvattenberedaren, beredaren
θερμοσίφωνας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vedenlämmitin, lämminvesivaraaja, veden lämmitin, lämminvesivaraajan, vedenkeitin
θερμοσίφωνας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandvarmer, vandvarmeren, vand opvarmningsanlægget, varmtvandsbeholder
θερμοσίφωνας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
gejzír, ohřívač vody, ohřívač, ohřívače vody, ohřev vody, vodní ohřívač
θερμοσίφωνας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzałka, gejzer, podgrzewacz wody, podgrzewacza wody, ogrzewacz wody, ogrzewania wody, podgrzewacz
θερμοσίφωνας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
autogejzír, gejzír, vízmelegítő, bojler, melegvíz, működő vízmelegítő, vízforraló
θερμοσίφωνας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
su ısıtıcı, şofben, suyu ısıtıcısı, termosifon
θερμοσίφωνας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гейзер, нагрівач води
θερμοσίφωνας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ujëngrohës, ngrohës uji, ujë ngrohës, ngrohës uji të, ujit ngrohës
θερμοσίφωνας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гейзер, нагревател, бойлер, бойлери, воден нагревател, бойлера
θερμοσίφωνας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
награвальнік, награвальны, нагреватель, абагравальнік
θερμοσίφωνας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geiser, boiler, veemahuti, soojusenergia boilerite, boilerite, veesoojendi
θερμοσίφωνας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gejzir, bojler, grijac vode, vruće vode, grijač za vodu, bojlera
θερμοσίφωνας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
goshver, vatn, vatni, vatnið, vatns
θερμοσίφωνας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vandens šildytuvas, vandens šildytuvo, naudojančio vandens šildytuvo, vandens śildytuvas, vandens šildytuvai
θερμοσίφωνας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
geizers, ūdens sildītājs, ūdens sildītāja, ūdens sildītāju, ĭdens boilers, ūdenssildītājs
θερμοσίφωνας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бојлер, воден греач, вакуумни колектори
θερμοσίφωνας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gheizer, incalzitor de apa, încălzitor de apă, încălzire independentă de apă, încălzire a apei, apa incalzitor
θερμοσίφωνας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gejzír, grelnik, grelec, gretje, ogrevanje, grelnika
θερμοσίφωνας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gejzír, ohrievač, ohrievaã
Στατιστικά δημοτικότητας: θερμοσίφωνας
Τυχαίες λέξεις