Λέξη: μισθοφορικός

Σχετικές λέξεις: μισθοφορικός

μισθοφορικός στρατός

Μεταφράσεις: μισθοφορικός

μισθοφορικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hired, mercenary

μισθοφορικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mercenario, mercenarios, mercenaria, de mercenarios, los mercenarios

μισθοφορικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mietete, käuflich, gemietet, angestellt, materialistisch, vermietet, söldner, Söldner, Söldners, mercenary

μισθοφορικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salarié, mercenaire, mercenaires, de mercenaires, des mercenaires, mercenariat

μισθοφορικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mercenario, mercenari, mercenaria, mercenary, di mercenari

μισθοφορικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercenário, mercenária, mercenários, mercenary, de mercenários

μισθοφορικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huurling, mercenary, huurlingen, huursoldaten, huursoldaat

μισθοφορικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корыстолюбивый, корыстный, рептилия, меркантилизм, торгашеский, нанятый, наемный, рептильный, наймит, продажный, наемник, меркантильный, наемников, наемником, наемника

μισθοφορικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leiesoldat, Mercenary, leiesoldatenes, leiesoldaten, leiesoldater

μισθοφορικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
legosoldat, legosoldaten, lego, legosoldater

μισθοφορικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkkasotilas, palkkasoturi, palkkasoturitoiminnan, palkka, mercenary

μισθοφορικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater

μισθοφορικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
námezdní, žoldák, námezdný, žoldnéř, najatý, žoldáka, žoldnéřským, mercenary

μισθοφορικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chytry, płatny, interesowny, najemniczy, najmita, zaciężny, najemny, najemnik, wyrachowany, najemników, najemnikiem, najemnika

μισθοφορικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsoldos, zsoldost, zsoldosok, a zsoldos

μισθοφορικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paralı, paralı asker, mercenary, çıkarcı, paralı askerlik

μισθοφορικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орендований, корисливо, найманий, найманець, наймит, він наймит

μισθοφορικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mercenar, mercenare, mercenar i, mercenarë, Mercenari

μισθοφορικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наемник, наемен, наемническа, наемнически

μισθοφορικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
найміт, наёмнік

μισθοφορικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üüritud, palgasõdur, palgasõdurite, Mercenary, Palgasõdurid, omakasupüüdlik

μισθοφορικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plaćenik, desetogodišnji, koristoljubiv, najamnički, ćiftinski, Mercenary, plaćenički, plaćenička

μισθοφορικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
málaliði, málaliđi, Mercenary, sem elskar

μισθοφορικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samdinys, samdinių, Mercenary, karo samdinių, parsidavėlis

μισθοφορικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
algotnis, algotņu, algotņiem, Mercenary, algots

μισθοφορικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
платеник, платеничка, платеници, наемнички, платениците

μισθοφορικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mercenar, mercenari, de mercenari, de mercenar, mercenară

μισθοφορικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plačanec, Mercenary, plačancev, Najamnički, Koristoljubiv

μισθοφορικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
najatý, žoldnier, žoldnierskym
Τυχαίες λέξεις