Λέξη: μανίκι

Σχετικές λέξεις: μανίκι

μανίκι tattoo, μανίκι ρεγκλάν, μανίκι τατουάζ, μανίκι στομάχου, μανίκι συμπίεσης, μανίκι στα αγγλικα, μανίκι αγγλικά, μανίκι συμπίεσης για μπάσκετ, μανίκι εκπαίδευσης, μανίκι μπάσκετ

Συνώνυμα: μανίκι

λαβή, χερούλι

Μεταφράσεις: μανίκι

μανίκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sleeve, sleeves, the sleeve

μανίκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camisa, manga, manguito, la manga, manga de, manga del

μανίκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ärmel, muffe, manschette, hülse, schlauch, Hülle, Ärmel, Muffe, Manschette, Hülse

μανίκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douille, manche, chemise, couverture, manchon, bague, manches, gaine

μανίκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manica, manicotto, del manicotto, manicotto del, manicotto di

μανίκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manga, dormir, luva, sono, Sleeve, manga de, de manga

μανίκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mouw, huls, mof, mouwen, koker

μανίκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
муфта, втулка, рукав, рукавом, рукава, втулки

μανίκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ermet, erme, sleeve, arm

μανίκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärm, hylsa, hylsan

μανίκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylsy, hiha, holkki, holkin, hihassa, hihan

μανίκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ærme, muffen, muffe, ærmet, bøsningen

μανίκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obal, rukáv, objímka, nátrubek, pouzdro, rukávu, rukávem

μανίκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nasuwka, okładka, rękaw, tuleja, rękawem, tulei, rękawa

μανίκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hanglemezborító, kabátujj, ingujj, ujj, hüvely, ujjú, hüvelyt, persely

μανίκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kol, kollu, kovan, sleeve, manşon

μανίκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рукав, втулка, нишком, чіп

μανίκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëngë, mëngë të, këmishë, mbështjellëse, qeskë

μανίκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
втулка, ръкав, ръкава, втулката, муфа

μανίκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рукаў, рукав, рукаво

μανίκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muhv, kate, varrukas, varruka, sleeve, hülss, muhvi

μανίκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
muf, rukav, košuljica, prsten, naglavak, rukavac, grlo za, čahura, rukava

μανίκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ermi, ermin, múffa, hólkurinn, ermar

μανίκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvorė, mova, rankovė, rankovėmis, sleeve

μανίκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piedurkne, čaula, piedurknes, uzmava, piedurknēm

μανίκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ракав, ракавот, ракави, ракавите, цевка

μανίκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manșon, maneca, mânecă, maneci, cu maneci

μανίκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rokav, rokavi, tulec, puša, stročnica

μανίκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukáv, obal, a polo tričká, polo tričká, rukávom
Τυχαίες λέξεις