Selbstsicherheit στα ελληνικά
Μετάφραση: selbstsicherheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντία, αυτοπεποίθηση, εγγύηση, κύρος, σιγουριά, εξουσία, διαβεβαίωση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτόματη, Auto, αυτοκινήτων, αυτόματης, αυτόματο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitete στα ελληνικά - εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε
- bandagen στα ελληνικά - δικτυώματα, ζευκτά, χωροδικτυωμάτων, δικτυωμάτων, χωροδικτυώματα
- barbusig στα ελληνικά - τόπλες, γυμνόστηθη, topless
- bedrückt στα ελληνικά - σκυθρωπός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, καταθλιπτικοί
Τυχαίες λέξεις
Selbstsicherheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντία, αυτοπεποίθηση, εγγύηση, κύρος, σιγουριά, εξουσία, διαβεβαίωση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτόματη, Auto, αυτοκινήτων, αυτόματης, αυτόματο
Μεταφράσεις: αυθεντία, αυτοπεποίθηση, εγγύηση, κύρος, σιγουριά, εξουσία, διαβεβαίωση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτόματη, Auto, αυτοκινήτων, αυτόματης, αυτόματο