Λέξη: αναγόρευση
Σχετικές λέξεις: αναγόρευση
αναγόρευση επίτιμου διδάκτορα, αναγόρευση τερζόπουλου, αναγόρευση σε διδάκτορα, αναγόρευση διδακτόρων
Συνώνυμα: αναγόρευση
υποψηφιότητα, υπόδειξη, ανακήρυξη, χρίσμα, ανάδειξη υποψήφιου
Μεταφράσεις: αναγόρευση
αναγόρευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
election, nomination, proclamation, ceremony, ceremony UCY, acclaimed
αναγόρευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elección, nominación, nombramiento, candidatura, designación, nominación al
αναγόρευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahl, Nominierung, Ernennung, Nominierungs, Benennung
αναγόρευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scrutin, option, électoral, choix, élection, nomination, candidature, désignation, proposition d'inscription, mise en candidature
αναγόρευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scelto, scelta, elezione, nomina, nomination, candidatura, designazione, di nomina
αναγόρευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleição, eleito, nomeação, indicação, indicação ao, candidatura, nominação
αναγόρευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
optie, keur, verkiezing, keuze, keus, voordracht, benoeming, kandidaatstelling, nominatie, benoemings-
αναγόρευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выборы, агитпункт, избрание, назначение, выдвижение, номинации, номинация, в номинации
αναγόρευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
valg, nominasjon, nominasjonen, nominasjons, nominert
αναγόρευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
val, utnämning, nominering, nominerings, nomineringen, utnämningen
αναγόρευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaali, vaalit, valinta, äänestys, nimitys, nimeäminen, nimitys-, nimitysvaliokunnan, ehdokkuuden
αναγόρευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
valg, nominering, udnævnelse, udnævnelsen, udpegelse, nomineringen
αναγόρευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volba, zvolení, jmenování, kandidatura, nominace, nominaci, pro jmenování
αναγόρευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybory, wybór, elekcja, nominacja, nominację, nominacji, nominację do, nominacja do
αναγόρευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jelölés, jelölést, jelölését, nominálási, jelölési
αναγόρευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seçim, adaylık, adaylığı, adaylığını, aday gösterildi, aday gösterme
αναγόρευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрання, вибори, обирання, призначення
αναγόρευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emërim, Emërimi, nominim, nominimi, Emërimi i
αναγόρευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избори, назначаване, номинация, номинация за, номиниране, номинацията
αναγόρευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прызначэнне, назначэнне, прызначэньне
αναγόρευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valimised, valimine, nimetamine, kandidatuuri, nimetamise, ametissemääramise, ametisse nimetamise
αναγόρευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predizborni, izbora, izbori, nominacija, imenovanje, nominaciju, nominiranja, nominaciju za
αναγόρευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjör, tilnefning, tilnefningu, tilnefningar, Útnefning, Útnefningin
αναγόρευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkimai, skyrimas, paskyrimas, nominacija, kandidatūra, Skyrimo
αναγόρευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvirzīšana, iecelšana, nominācija, nomināciju, nominācijā
αναγόρευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избори, номинација, номинацијата, номинирање, именување, номинацијата на
αναγόρευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alegere, numire, nominalizare, nominalizare la, nominalizarea, numirea
αναγόρευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nominacija, nominacijo, imenovanje, imenovanja, za imenovanja
αναγόρευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvolení, voľba, menovanie, vymenovanie, menovania, vymenovaní, vymenovania