Setzen στα ελληνικά

Μετάφραση: setzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθίζω, τοποθετώ, κάθομαι, κάθισμα, βάζω, καθορισμένος, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Setzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assoziation στα ελληνικά - σχέση, σύνδεσμος, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
  • bekümmert στα ελληνικά - αναξιοπαθούντα, στενοχωρημένος, προβληματικές, προβληματικών, επισφαλή
  • buhle στα ελληνικά - εραστής, ερωμένη, paramour, αθέμιτος εραστής, ερωμένη παλλακίδα
Τυχαίες λέξεις
Setzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθίζω, τοποθετώ, κάθομαι, κάθισμα, βάζω, καθορισμένος, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη