Λέξη: εκτεταμένα
Σχετικές λέξεις: εκτεταμένα
εκτεταμένα ελληνικά, εκτεταμένα εγκαύματα, εκτεταμένα δελτία δεδομένων ασφαλείας
Μεταφράσεις: εκτεταμένα
εκτεταμένα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extensively, extensive, extended, widespread, widely
εκτεταμένα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extensamente, ampliamente, extensivamente, extensa, exhaustivamente
εκτεταμένα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgiebig, ausführlich, häufig, viel, umfassend
εκτεταμένα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vastement, beaucoup, longuement, large, largement, abondamment, intensivement
εκτεταμένα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampiamente, estesamente, estensivamente, largamente, a lungo
εκτεταμένα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extensivamente, amplamente, extensamente, exaustivamente, bastante
εκτεταμένα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitgebreid, uitvoerig, grote schaal, op grote schaal, intensief
εκτεταμένα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пространно, широко, активно, экстенсивно, подробно, интенсивно
εκτεταμένα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utstrakt, utstrekning, stor utstrekning, omfattende, grundig
εκτεταμένα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utför, omfattande, stor utsträckning, i stor utsträckning, utsträckning
εκτεταμένα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laajalti, laajasti, kattavasti, laajemmin, runsaasti
εκτεταμένα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udstrakt, ekstensivt, udførligt, vid udstrækning, udstrakt grad
εκτεταμένα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
široce, rozsáhle, značně, extenzivně, intenzivně
εκτεταμένα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obszernie, rozlegle, ekstensywnie, szeroko, intensywnie
εκτεταμένα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alaposan, széles körben, nagymértékben, kiterjedten, kiterjedt
εκτεταμένα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaygın olarak, yaygın, yoğun, yaygın bir, kapsamlı bir
εκτεταμένα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
широко-широко, докладно, широко
εκτεταμένα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjerësisht, gjerësisht të, gjerësisht në
εκτεταμένα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обширно, широко, екстензивно, подробно, голяма степен
εκτεταμένα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
многа, шмат, шырока
εκτεταμένα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laialdaselt, ulatuslikult, põhjalikult, ulatuslikumalt, suurel
εκτεταμένα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opsežno, intenzivno, opširno, velikoj mjeri, u velikoj mjeri
εκτεταμένα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mikið, víða, ítarlega, miklum, mikið að
εκτεταμένα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plačiai, išsamiai, ekstensyviai, intensyviai, aktyviai
εκτεταμένα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaši, intensīvi, ekstensīvi, plašāk, plašas
εκτεταμένα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опширно, екстензивно, интензивно, широко, нашироко
εκτεταμένα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pe larg, extensiv, larg, intens, scară largă
εκτεταμένα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
širce, obširno, izdatno, ekstenzivno, obsežno, v veliki meri
εκτεταμένα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
značne, výrazne, podstatne, veľmi, významne
Τυχαίες λέξεις