Sparsam στα ελληνικά
Μετάφραση: sparsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρίζω, οικονομικός, περισσευούμενος, περισσεύω, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgerechnet στα ελληνικά - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- beschäftigungsfähigkeit στα ελληνικά - απασχολησιμότητα, απασχολησιμότητας, της απασχολησιμότητας, απασχόλησης, την απασχολησιμότητα
- bezeichnet στα ελληνικά - αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, που αναφέρονται στο, που αναφέρεται
- birke στα ελληνικά - σημύδα, σημύδας, σημύδων, η σημύδα, από σημύδα
Τυχαίες λέξεις
Sparsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρίζω, οικονομικός, περισσευούμενος, περισσεύω, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Μεταφράσεις: χαρίζω, οικονομικός, περισσευούμενος, περισσεύω, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι