Λέξη: λιγομίλητος

Σχετικές λέξεις: λιγομίλητος

λιγομίλητος συνώνυμο, λιγομίλητος συνώνυμα

Μεταφράσεις: λιγομίλητος

λιγομίλητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reticent, ligomilitos

λιγομίλητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reservado, ligomilitos

λιγομίλητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwiegen, ligomilitos

λιγομίλητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contenu, réservé, taciturne, réticent, retenu, discret, ligomilitos

λιγομίλητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малоречивый, неразговорчивый, молчаливый, сдержанный, умалчивающий, скрытный, малоразговорчивый, ligomilitos

λιγομίλητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asiallinen, ligomilitos

λιγομίλητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diskrétní, málomluvný, rezervovaný, mlčenlivý, nesdílný, zdrženlivý, ligomilitos

λιγομίλητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powściągliwy, milczący, małomówny, skryty, ligomilitos

λιγομίλητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartózkodó, ligomilitos

λιγομίλητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мовчазність, умовчування, стриманість, скритність, ligomilitos

λιγομίλητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaoshoitud, endassetõmbunud, tõrjuv, ligomilitos

λιγομίλητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povučen, uzdržljiv, ligomilitos

λιγομίλητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos

λιγομίλητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diskrétní, ligomilitos

λιγομίλητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ligomilitos
Τυχαίες λέξεις