Sperren στα ελληνικά
Μετάφραση: sperren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδαριά, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschuppung στα ελληνικά - απολέπιση, απολέπισης, την απολέπιση, η απολέπιση, απολεπίσεως
- beleibtheit στα ελληνικά - λίπος, παχυσαρκία, χόνδρος, χοντρός, corpulence, το corpulence, πολυσαρκία, ...
- blöde στα ελληνικά - χαζός, παλαβός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
- desinfektionsmittel στα ελληνικά - απολυμαντικό, απολυμαντικού, απολυμαντική, απολύμανσης, απολυμαντικά
Τυχαίες λέξεις
Sperren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδαριά, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Μεταφράσεις: κλειδαριά, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες