Λέξη: φρέσκος

Σχετικές λέξεις: φρέσκος

φρέσκος σολωμός με μακαρόνια, φρέσκος σολομός συνταγή, φρέσκος ελληνικός βασιλικός πόλτος, φρέσκος καφές κοντά στο σταθμό ηλιούπολης, φρέσκος σολωμός συνταγές, φρέσκος χυμός πορτοκάλι θερμίδες, φρέσκος αρακάς, φρέσκος τόνος στο φούρνο, φρέσκος έπιπλα, φρέσκος μπακαλιάρος τηγανητός

Συνώνυμα: φρέσκος

νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκο, νωπός, δροσερός, αναιδής

Μεταφράσεις: φρέσκος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fresh, freshly
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fresco, reciente, dulce, fresca, frescos, frescas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dreist, erfrischend, unverschämt, frech, naseweis, frisch, pampig, vorlaut, frischen, frische, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récent, dispos, vif, insolent, vert, impertinent, frais, nouveau, effronté, neuf, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
novellino, nuovo, fresco, fresca, freschi, fresche, dolce
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fresco, novo, frequentemente, recente, fresca, frescos, frescas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbedorven, fris, luchtig, vers, brutaal, onbeschaamd, groen, vrijpostig, nieuw, verse, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парной, неиспорченный, свежий, незатасканный, дерзкий, новый, нетронутый, прохладный, пресный, нахальный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fersk, frisk, friske, ferske, friskt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
färsk, frisk, ny, färskt, färska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uusi, tuore, nenäkäs, raitis, hävytön, röyhkeä, vasta, kirpeä, raikas, kukkea, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frisk, sund, fræk, friske, fersk, ny, ferske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živý, nový, čerstvý, svěží, veselý, čilý, nedávný, čerstvé, čerstvým, čerstvého
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nowatorski, świeży, nowy, hoży, rześki, świeżość, świeże, świeżego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
friss, frissen, a friss, új, újabb
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temiz, yeni, arsız, küstah, taze, yüzsüz, tatlı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свіжий, прісний, новий, свіже, свіжа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
freskët, i freskët, Fresh, freskëta, të freskëta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прясно, пресен, свеж, пресни, прясна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
новы, свежы, свежае, слабы, умераны, лёгкі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äsja, nipsakas, uudne, värske, värsked, värsket, värskete, värskeid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvježiti, nov, svjež, svježa, svježina, svježe, svježi, svježeg
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferskur, ferskt, ferskum, fersk, fersku
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
novus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvalus, šviežias, vėsus, gaivus, įžūlus, švieži, šviežia, šviežios, šviežių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svaigs, dzestrs, možs, nekaunīgs, spirgts, bezkaunīgs, svaigi, svaigu, svaiga, svaigas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свежа, свежо, свежи, свеж, свежото
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impertinent, proaspăt, proaspete, proaspătă, proaspat, curat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sveži, svež, sveža, sveže, svežega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čerstvý, čerstvé, čerstvého, čerstvá
Τυχαίες λέξεις