Stück στα ελληνικά
Μετάφραση: stück, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόκος, γυψομάρμαρο, στόκο, από γυψομάρμαρο, γυψομαρμαροκονίαμα
Μεταφράσεις
- aufteilen στα ελληνικά - διχοτομία, μοιράζω, μοίρα, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, ...
- befördern στα ελληνικά - μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
- beizen στα ελληνικά - κηλίδα, καυτηριάζω, λεκιάζω, τουρσί, pickle, τουρσιών, άλμη
Τυχαίες λέξεις
Stück στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόκος, γυψομάρμαρο, στόκο, από γυψομάρμαρο, γυψομαρμαροκονίαμα
Μεταφράσεις: στόκος, γυψομάρμαρο, στόκο, από γυψομάρμαρο, γυψομαρμαροκονίαμα