Λέξη: λεκάνη
Σχετικές λέξεις: λεκάνη
λεκάνη ονειροκρίτης, λεκάνη υψηλής πίεσης, λεκάνη κρεμαστή, λεκάνη με καζανάκι, λεκάνη απορροής έβρου, λεκάνη κουζίνας, λεκάνη τουαλέτας, λεκάνη απορροής, λεκάνη αμεα, λεκάνη μπάνιου
Συνώνυμα: λεκάνη
γαβάθα, κύπελο, σφαίρα, λεκανοπέδιο, κόλπος, λέβητας, βραστήρας, καζάνι, λεκάνη ανατομία
Μεταφράσεις: λεκάνη
λεκάνη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basin, pelvis, bowl, pan, tray
λεκάνη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pelvis, cuenca, pilar, taza, lavabo, cuenca del, la cuenca, cuenca de
λεκάνη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stromgebiet, schale, becken, Becken, Schüssel, Beckens, Bassin
λεκάνη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuvette, bassine, bol, écuelle, bassin, réservoir, bassin de, lavabo, bassin du
λεκάνη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bacinella, catino, bacino, vasca, bacino del, lavabo, conca
λεκάνη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alguidar, bacia, bacia de, da bacia, bacia do, lavatório
λεκάνη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vont, kom, bekken, stroomgebied, wastafel, bassin, basin
λεκάνη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водоём, бассейн, чашка, чаша, миска, таз, водоем, резервуар, бассейна, бассейне, бассейнами, бассейнов
λεκάνη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
basseng, bassenget, basin, servant, vask
λεκάνη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skål, bassäng, bassängen, handfat, avrinningsområde, tvättställ
λεκάνη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astia, syvänne, säiliö, vesiallas, allas, amme, pesuallas, altaan, alueen, basin
λεκάνη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kumme, bassin, håndvask, bækkenet, bassinet, basin
λεκάνη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kotlina, dok, mísa, vodojem, nádrž, miska, bazén, jímka, povodí, pánev, umývadlo, umyvadlo, umyvadlová
λεκάνη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
basen, zagłębie, balia, dorzecze, szala, podłoże, baza, podstawa, umywalnia, czara, porzecze, miednica, umywalka, miska
λεκάνη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mosdótál, vájdling, medence, medencében
λεκάνη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havza, havzası, lavabo, havzasının, havzasında
λεκάνη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чаша, резервуар, миска, полумисок, таз, басейн
λεκάνη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
legeni, pellg, legen, pellgu, pellgut, pellgut të, basenit
λεκάνη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
таз, басейн, леген, басейни, мивка, басейново
λεκάνη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
басейн
λεκάνη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõgu, kauss, bassein, jõgikond, valamu, basseini, vesikonna, valgala
λεκάνη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaljev, slivu, bazen, lavor, umivaonik, sliv, slivom, sliva
λεκάνη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vaskur, vatnasvæðið, tankinum, skálinni
λεκάνη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dubuo, baseinas, baseino, baseinų, baseine, basin
λεκάνη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bļoda, baseins, baseina, baseinu, baseinā, trauks
λεκάνη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слив, сливот, басен, басенот, корито
λεκάνη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bazin, bazin de, de bazin, districtului, a districtului
λεκάνη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povodí, bazén, basin, porečje, bazena, kotlina, umivalnik
λεκάνη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
miska, bazén, povodí, umývadlo, povodia, povodie, vodohospodárskeho manažmentu povodia, povrchových vôd
Στατιστικά δημοτικότητας: λεκάνη
Τυχαίες λέξεις