Λέξη: ελαττώνομαι
Συνώνυμα: ελαττώνομαι
μειούμαι, μειώνομαι, μικραίνω
Μεταφράσεις: ελαττώνομαι
ελαττώνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wane
ελαττώνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
menguar, decadencia, menguando, decayendo, wane
ελαττώνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwinden, abnehmen, schwinden begriffen, wane, Waldkante
ελαττώνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
languir, rapetisser, faiblir, dépérir, baisser, défaillir, décliner, disparaître, diminuer, décroître, déclin, flache, wane
ελαττώνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
declino, wane, calante, calare, diminuire
ελαττώνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declínio, decadência, diminuição, wane, minguar
ελαττώνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afnemen, dalen, tanen, retour, tanende, wane
ελαττώνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спад, снижаться, послабление, обзол, уменьшение, убывание, ослабление, убыль, уменьшаться, убывать
ελαττώνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avta, blekne, hell, tilbakegang, avtagende
ελαττώνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avta, vankant, tillbakagång, avtar, avtagande
ελαττώνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häipyä, vähentyä, hiipuminen, häviäminen, huveta, heiketä, hiipua, vähetä, vajaasärmää
ελαττώνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftagende, retur, aftage, daler, i aftagende
ελαττώνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ubývat, mizet, vadnout, slábnout, klesat, Wane, blednout
ελαττώνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zanikać, oblina, zmniejszanie, zmniejszać, ubycie, zanik, słabnąć, blednąć, schyłek, ubytek, gasnąć
ελαττώνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apadás, hullámosságmentes, fogy, hullamossag, hanyatlóban
ελαττώνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azalmak, wane, zayıflamak, kerestedeki kusur, batmak
ελαττώνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палички, спад, убуток, зменшення, збиток
ελαττώνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
venitem, shuarje, rënie, venitet, pakësim, dobësohem
ελαττώνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спад, гаснене, намалявам, губя блясъка си, дефектен край на талпа, дефектен край на дъска
ελαττώνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змяншэнне, спад, страта
ελαττώνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rändlaulik, kahanema, kahanemas, hupenemassa, alanemine, Huveta
ελαττώνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uštap, smanjivanje, nestajanje, opadanje, smanjivati se, smanjivati, izmak
ελαττώνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjaðna, minnka, undanhaldi, minnkandi, dregur
ελαττώνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dilti, delčia, Dilšana, dilimas, gaišti
ελαττώνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dilšana, dilt, mazināšanās
ελαττώνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бледнее, опаѓање, опаѓа, исчезнуваат
ελαττώνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
declin, ondulari, ondulate, ondulari se
ελαττώνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izginjanje, Uštap, zaton, Opadanje
ελαττώνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ubúdať, znižovať, zmenšovať, mal počet, stále menej
Τυχαίες λέξεις