Steigerung στα ελληνικά
Μετάφραση: steigerung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνομαι, ανατέλλω, κλιμάκωση, αυξάνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achtzehnte στα ελληνικά - δέκατος όγδοος, δέκατο όγδοο, δέκατου όγδοου, δέκατη όγδοη, του δέκατου όγδοου
- arbeitsschicht στα ελληνικά - περιοδεύω, ταξίδι, γύρος, στρώμα, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, ...
- distinktion στα ελληνικά - διάκριση, διαχωρισμός, διάκρισης, Άριστα, η διάκριση
Τυχαίες λέξεις
Steigerung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, ανατέλλω, κλιμάκωση, αυξάνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, ανατέλλω, κλιμάκωση, αυξάνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει