Λέξη: αξιοποιώ
Σχετικές λέξεις: αξιοποιώ
αξιοποιώ συνώνυμα, αξιοποιώ english
Συνώνυμα: αξιοποιώ
ζητώ την απόδοση, αναμορφώνω, επανορθώ, ανασώζω
Μεταφράσεις: αξιοποιώ
αξιοποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exploit, reclaim, I take full advantage
αξιοποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explotar, aprovechar, hazaña, reclamar, recuperar, reivindicar, reclamar el, ganar
αξιοποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tat, heldentat, akt, ausnutzen, zurückfordern, zurückverlangen, wiedergewinnen, zurückzufordern
αξιοποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acte, exploitez, exploiter, extraire, exploit, fait, exploitent, performance, exploitons, action, récupérer, réclamer, reprendre, reconquérir, revendiquer
αξιοποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfruttare, impresa, reclamare, recuperare, rivendicare, bonificare, riconquistare
αξιοποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explorar, expluda, façanha, recuperar, reclamar, reivindicar, recuperar o, recuperar a
αξιοποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitbuiten, exploiteren, uitmelken, akte, daad, handeling, terugeisen, herwinnen, ontginnen, terugvorderen, terug te vorderen
αξιοποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подвиг, разрабатывать, эксплуатировать, поступок, истребовать, вернуть, восстановить, исправить, вернуть себе
αξιοποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bedrift, dåd, utnytte, gjenvinne, ta tilbake, kreve tilbake, å gjenvinne, vinne tilbake
αξιοποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedrift, utnyttja, bragd, återta, återkräva, återvinna, återvinner, kräva tillbaka
αξιοποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödyntää, suurteko, teko, asiakirja, vaatia takaisin, hakea, takaisin, vaatia, perimään
αξιοποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udbytte, genvinde, kræve, tilbagekræve, tilbagesøge, kræve tilbagebetaling
αξιοποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výkon, vytěžit, zužitkovat, vykořisťovat, vykořistit, těžit, zneužívat, kultivovat, vrácení, získat zpět, uvolňují, znovu získat
αξιοποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyzyskiwać, nadużycie, wydobywać, eksploatować, wykorzystać, wyczyn, odzyskać, odzyskania, reclaim, odzyskanie
αξιοποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszakövetel, vissza, visszaszerezzék, visszaigénylésére, visszaköveteli
αξιοποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yiğitlik, iş, hareket, kahramanlık, sömürmek, ıslah, geri, geri kazanmak, kurtarmak, geri talep
αξιοποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експлуатувати, витребувати, зажадати, вимагати, витребовувати
αξιοποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shfrytëzoj, rivendos, bonifikoj, kërkuar, të kërkuar, kërkojnë
αξιοποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подвиг, възвърнат, възстановят, възвърне, върне, възстанови
αξιοποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запатрабаваць, выпатрабаваць, патрабаваць, выпатрабоўваць
αξιοποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saavutus, ekspluateerima, tagasi võtma, nõuda, tagasinõudmise, tagasi nõuda, tagasi saada
αξιοποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksploatirati, podvig, iskorištavati, povratiti, vratiti, povrat, zatražiti povrat, ispravljati
αξιοποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stórvirki, endurheimta, að endurheimta, endurheimt
αξιοποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žygdarbis, atsiimti, susigrąžinti, pareikalauti grąžinti, atgavimo, reikalauti grąžinti
αξιοποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atprasīt, atgūt, atgūtu, atgriežam, pieprasīt atpakaļ
αξιοποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Акција за повлекување, Акција за повлекување на, бараат враќање, бараат враќање на, враќање на
αξιοποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
revendica, recupera, recupereze, revendice, a recupera
αξιοποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nazaj, Vračanje, povračila, zahteva nazaj, spreobrnitev
αξιοποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vykorisťovať, kultivovať, kultivujú, pestované, praktizovať kultiváciu, kultivovať sa
Τυχαίες λέξεις