Stoppen στα ελληνικά

Μετάφραση: stoppen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύω, ώρα, χρόνος, ρολόι, φορά, σταματώ, καιρός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Stoppen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstandsstück στα ελληνικά - κομμάτι, τεμάχιο, κίνηση, τεμαχίου, κομματιού
  • ameisenbär στα ελληνικά - μυρμήγκι, Αντ, Εκδόσεις Αντ, Ant, μυρμηγκιών
  • aufgeteilt στα ελληνικά - διαιρείται, διαιρούμενο, διαιρεμένο, χωρίζεται, διαιρούνται
  • dritt- στα ελληνικά - τρίτος, τρίτης, υπήκοο τρίτης, υπηκόου τρίτης, υπήκοος τρίτης
Τυχαίες λέξεις
Stoppen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύω, ώρα, χρόνος, ρολόι, φορά, σταματώ, καιρός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει