Λέξη: χρησιμεύω
Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω
χρησιμεύω συνώνυμα
Συνώνυμα: χρησιμεύω
οφελώ, οφαιλούμαι, εξυπηρετώ, υπηρετώ, σερβίρω
Μεταφράσεις: χρησιμεύω
χρησιμεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
avail
χρησιμεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
provecho, utilidad, aprovechar, Disponibilidad Uds, vano
χρησιμεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nutzen, ausnutzen, Nutzen, nützen, Erfolg, lassen, vergeblich
χρησιμεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gain, intérêt, profit, utilité, avantage, bénéfice, utiliser, profiter, vain, profitez, succès
χρησιμεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vantaggio, utilità, approfitta, risultato, inutilmente
χρησιμεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proveito, aproveitar, beneficie, vão, aproveite
χρησιμεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, baten, nut, gebruik maken, tevergeefs, Beschikbare
χρησιμεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помогать, польза, корысть, годность, выгода, помогло, наличии, В наличии, Наличие
χρησιμεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nytte, Lagerstatus, benytt, benytt deg, benytte
χρησιμεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nytta, utnyttja, Avail, Lagerstatus, Antal
χρησιμεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyöty, hyödyttää, Saatavuus Pakkaustiedot, yhteensopivuus Saatavuus Pakkaustiedot, turhaan, tuloksetta
χρησιμεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nytte, Lagerstatus, benyt, benytte, held
χρησιμεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užitek, prospěch, využívat, využít, Dostupnost Balení, Dostupnost, dostup, dis
χρησιμεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomagać, pożytek, przynosić, korzyść, przynieść, Dostępność, RoHS, Dost
χρησιμεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasznosság, Igénybe, hiába, Raktárkészlet, Raktárkészlet Csomagolási, eredménytelenül
χρησιμεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faydalı, yaramak, fayda, Mevcut, boşuna, Avail
χρησιμεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допомагати, користь, приріст
χρησιμεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobi, bëjë dobi, të bëjë dobi, bën dobi, përfitoj
χρησιμεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полза, Наличност, ползват, се ползват, възползват
χρησιμεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карысць, карысьць, польза
χρησιμεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasu, Saadaval, Kätt, tulemusteta, tulutuks
χρησιμεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobitak, pomoći, služiti, aval, koristiti, iskoristiti, Avail, Raspol, Koristiti
χρησιμεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duga, gagn, nýta, notfært, Aðg, um slíkan
χρησιμεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasinaudoti, Prieinam, Laisvu, nauda, Pasinaudokite
χρησιμεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būt noderīgam, izdevīgums, labums, Pieej, Izmantot
χρησιμεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
успех, искористат, безуспешно, искористи, ги искористи
χρησιμεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
folos, Disponibil, rezultat, Folosească, un rezultat
χρησιμεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Na voljo, izkoristijo, avail, voljo
χρησιμεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úžitok, prospech, výhody, prínos, osoh
Τυχαίες λέξεις