Λέξη: επίγνωση

Σχετικές λέξεις: επίγνωση

επιγνωση συνώνυμο, επίγνωση καβάλα, επίγνωση ετυμολογία, επίγνωση γλυφάδα, επίγνωση συνώνυμα, επίγνωση ορισμός, επίγνωση φροντιστήριο, επίγνωση αντίθετο, επίγνωση πλαισίου, επίγνωση ιωάννινα

Συνώνυμα: επίγνωση

διορατικότητα, ενόραση, οξυδέρκεια, γνώση, ενημερότης, ενημερότητα, συνείδηση, αίσθηση, συναίσθηση

Μεταφράσεις: επίγνωση

επίγνωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consciousness, awareness, insight, aware, aware of

επίγνωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consciencia, conocimiento, conciencia, la conciencia, sensibilización, concienciación

επίγνωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewusstsein, gewissenhaftigkeit, Bewusstsein, Sensibilisierung, Bewusstseins, Bewußtsein

επίγνωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conscience, connaissance, sensibilisation, la sensibilisation, prise de conscience, sensibiliser

επίγνωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coscienza, consapevolezza, la consapevolezza, sensibilizzazione, conoscenza

επίγνωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consciência, conhecimento, conscientização, sensibilização, a consciência, da consciência

επίγνωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
besef, bewustzijn, bezinning, voorlichting, bewustwording, bewust

επίγνωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сознание, сознательность, самосознание, осознание, осведомленности, осведомленность, понимание, информированности

επίγνωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevissthet, bevisstheten, bevisstgjøring, oppmerksomhet

επίγνωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medvetande, medvetenhet, medvetenheten

επίγνωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tietoisuus, tajunta, taju, vaikutelma, tietoisuutta, tietoisuuden, tietoa, tietämystä

επίγνωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevidsthed, bevidstheden, opmærksomhed, kendskabet, kendskab

επίγνωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvědomění, vědomí, povědomí, uvědomělost, informovanost, povědomí o

επίγνωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przytomność, trzeźwość, rekrut, świadomość, jawa, oprzytomnieć, świadomości, znajomość, podnoszenie

επίγνωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öntudat, tudatosság, figyelmet, tudatosságot, a tudatosság, a figyelmet

επίγνωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
farkında olma, farkındalık, bilinci, bilinçlendirme, bilinç

επίγνωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свідомість, самосвідомість, усвідомлення, розуміння

επίγνωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëdija, ndërgjegjësimi, vetëdijes, ndërgjegjësim, ndërgjegjësimit

επίγνωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съзнание, осведоменост, осъзнаване, осведомеността, информираността, на осведомеността

επίγνωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўсведамленне, усведамленне, разуменне, ўсьведамленьне, усьведамленьне

επίγνωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadvus, teadlikkus, teadlikkust, teadlikkuse, teadlikkuse tõstmise, teadlik

επίγνωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svijesti, svijest, savjest, savjesti, svjesnost, svijest o, svjesnosti

επίγνωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitund, meðvitund, skilning, skilningur, skilning á

επίγνωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąmonė, sąmoningumo, supratimas, suvokimas, sąmoningumas, informuotumo

επίγνωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
informētība, apzināšanās, apziņa, izpratne, izpratnes

επίγνωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свест, свеста, на свеста, свесноста, свесност

επίγνωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conștientizare, sensibilizare, conștientizarea, conștientizării, de conștientizare

επίγνωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zavest, zavedanje, ozaveščanje, ozaveščenost, ozaveščanja

επίγνωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povedomia, povedomie, informovanosti, informovanosť
Τυχαίες λέξεις