Ώρα στα γερμανικά
Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
takt, stunde, seance, stoppen, sitzungsperiode, sitzung, uhrzeit, zeit, tempo, zeitlich, zeitpunkt, Zeit, Mal, Zeitpunkt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ώρα
ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ώρα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ώθηση στα γερμανικά - schubkraft, stoßen, einstecken, druck, stich, triebkraft, schieben, ...
- ώμος στα γερμανικά - randstreifen, schultern, brüstung, tragen, achsel, schulter, Schulter, ...
- ώριμος στα γερμανικά - reif, mündig, heranwachsen, wachsen, erwachsen, ausgereift, altern, ...
- ώσπου στα γερμανικά - vertrösten, hinhalten, bis, bis zum, erst, bis zu
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: takt, stunde, seance, stoppen, sitzungsperiode, sitzung, uhrzeit, zeit, tempo, zeitlich, zeitpunkt, Zeit, Mal, Zeitpunkt
Μεταφράσεις: takt, stunde, seance, stoppen, sitzungsperiode, sitzung, uhrzeit, zeit, tempo, zeitlich, zeitpunkt, Zeit, Mal, Zeitpunkt